- καλαφάτισμα
- calfatage
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καλαφάτισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καλαφατίζω: Το βαρέλι αυτό θέλει καλαφάτισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλαφάτισμα — το [καλαφατίζω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού καλαφατίζω* … Dictionary of Greek
ακαλαφάτιστος — η, ο [καλαφατίζω] 1. εκείνος που δεν τού έχουν κλείσει τις χαραμάδες με στουπί, πίσσα, ή ρετσίνι «καΐκι ακαλαφάτιστο» 2. όποιος δεν μπορεί να επισκευαστεί με καλαφάτισμα 3. (μτφ. με άσεμνη σημασία) απέραστος, αγάμητος … Dictionary of Greek
διάναξις — ( εως), η (Α) [διανάσσω] καλαφάτισμα, ματζακόνισμα (για τη στεγανότητα σκάφους) … Dictionary of Greek
καλαφάτησις — καλαφάτησις, ἡ (Μ) [καλαφατώ] το καλαφάτισμα* … Dictionary of Greek
μάλθα — και μάλθη, η (Α μάλθα και μάλθη) [μαλθακός] μίγμα από κερί και πίσσα ή μούργα λαδιού, που χρησιμοποιείται συνήθως για το καλαφάτισμα τών πλοίων νεοελλ. πυκνόρρευστο φυσικό προϊόν τού πετρελαίου, ενδιάμεση βαθμίδα μεταξύ πετρελαίου και ασφάλτου, η … Dictionary of Greek
πάκτωμα — (I) και πάχτωμα, το [πακτώνω (Ι)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πακτώνω, εξασφάλιση τής σταθερότητας αντικειμένου με κατάλληλη συσκευασία, δέσιμο ή έμπηξη στο έδαφος, η στερέωση 2. (ιδίως σχετικά με πλοίο) καλαφάτισμα. (II) και πάχτωμα, το… … Dictionary of Greek
πισσέψης — ο, Ν ναυτ. μικρό χάλκινο καζάνι με τρία πόδια στο οποίο τήκεται η πίσσα για το καλαφάτισμα τών ξύλινων πλοίων και την επάλειψη τών υφάλων τους, αλλ. ποδοχάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἔψω «βράζω». Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον… … Dictionary of Greek
πισσουργίς — ίδος, η, Ν ναυτ. σχεδία πάνω στην οποία λειώνουν την πίσσα και εργάζονται οι ναύτες που ασχολούνται με το καλαφάτισμα τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πισσουργός + επίθημα ίς / ίδα. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek